ξεκληρίζω — ξεκληρίζω, ξεκλήρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκληρίζω — ξεκλήρισα, ξεκληρίστηκα, ξεκληρισμένος 1. μτβ., εξοντώνω την κλήρα, τη γενιά κάποιου, αφανίζω: Τους ξεκλήρισε η αρρώστια. 2. αμτβ., μένω χωρίς κλήρα, χωρίς συγγενείς, αφανίζομαι: Όλη η γενιά τους ξεκληρίστηκε (ή ξεκλήρισε) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεκλήρι — το 1. ακληρία 2. ξεκλήρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχημ. από ξεκληρίζω (πρβλ. νειδίζω: νείδι)] … Dictionary of Greek
ξεκλήρισμα — και ξακλήρισμα, το [ξεκληρίζω] 1. έλλειψη οικογένειας, ακληρία 2. αφανισμός τής γενιάς κάποιου, γενοκτονία … Dictionary of Greek
ξεκληρώ — έω και άω (Μ ξακληρῶ, έω) ξεκληρίζω μσν. στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε) * + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ όπου το ξεκληρώ] … Dictionary of Greek
ξεπατώνω — 1. αφαιρώ ή φθείρω τον πυθμένα, τον πάτο ενός αντικειμένου («ξεπάτωσες τον κουβά») 2. αφαιρώ το πάτωμα, ιδίως το ξύλινο δάπεδο 3. εξαντλώ τις σωματικές ή πνευματικές δυνάμεις κάποιου, ξεθεώνω 4. αφανίζω, εξολοθρεύω, ξεκληρίζω 5. μέσ. ξεπατώνομαι… … Dictionary of Greek
ξεριζώνω — 1. τραβώ και βγάζω βίαια ένα φυτό από το χώμα μαζί με τις ρίζες του 2. μτφ. καταστρέφω κάτι ολοκληρωτικά, αφανίζω, ξεκληρίζω 3. μτφ. διώχνω βίαια και οριστικά ανθρώπους από τον τόπο τής κατοικίας τους, από την πατρίδα τους, εκπατρίζω («οι Τούρκοι … Dictionary of Greek